- βασιλίσκου
- βασιλίσκοςprinceletmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βασιλίσκου — Βασιλίσκος princelet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BASILISCUS — I. BASILISCUS Graece Βασιλίσκος Latine Regulus, Chaldaeis hurman, Hebraeis tsepha, vel tsiphoni, Proverb. c. 23. v. 32. et Elaiae c. 11. v. 8. ab ipso horrendo sono, sibiloque, quô reliqua animalia vel fugat vel interficit, serpentis genus est… … Hofmann J. Lexicon universale
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε … Dictionary of Greek
Αρδαβούριος — (5ος αι. μ.Χ.).Στρατηγός του Βυζαντίου, διοικητής των ανατολικών θεμάτων. Είχε τόση δύναμη ώστε, όταν πέθανε o αυτοκράτορας Μαρκιανός, όλοι περίμεναν να γίνει ο Α. αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Τελικά όμως ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ο Λέων ο Α’,… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek